- κεύθησις
- κεύθησις, ἡ (Α) [κεύθω]απόκρυψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεύθησις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεύθω — (Α) (ποιητ. ρ.) 1. (κυρίως για τάφο) καλύπτω εντελώς, κατακαλύπτω, κρύβω μέσα («ὅv οὐδὲ κατθανόντα γαῑα κεύθει», Αισχύλ.) 2. (στον παρακμ.) κέκευθα περιέχω, περιλαμβάνω («ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθε», Ομ. Ιλ.) 3. έχω κάτι κρυμμένο, κρατώ κάτι κρυφό … Dictionary of Greek